- τετραπλασιεπίτριτος
- τετρα-πλασι-επί-τριτος, 1/3 mal so groß (3 : (13)
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετραπλασιεπίτριτος — times as great masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιεπίτριτος — ον, Α ο τέσσερεις και 1/3 φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + ἐπίτριτος] … Dictionary of Greek
υποτετραπλασιεπίτριτος — ον, Α (για αριθμό) αυτός που είναι 4 1/3 φορές μικρότερος από κάποιον άλλο, λ.χ. 6:26. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τετραπλασιεπίτριτος «ο τέσσερεις και 1/3 φορές μεγαλύτερος»] … Dictionary of Greek